- βοτρυώδης
- ης, ες похожий на гроздь, гроздевидный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βοτρυώδης — masc/fem acc pl (attic epic doric) βοτρυώδης masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βοτρυώδης masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυώδης — βοτρυώδης, ες (Α) [βότρυς] 1. βοτρυοειδής 2. πλούσιος σε σταφύλια … Dictionary of Greek
βοτρυώδει — βοτρυώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) βοτρυώδης masc/fem/neut dat sg βοτρυώδεϊ , βοτρυώδης dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυώδη — βοτρυώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βοτρυώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βοτρυώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυῶδες — βοτρυώδης masc/fem voc sg βοτρυώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυώδεα — βοτρυώδης neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βοτρυώδης masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυώδεις — βοτρυώδης masc/fem acc pl βοτρυώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφάλιο — Βοτρυώδης ταξιανθία που χαρακτηρίζει τα σύνθετα (δικοτυλήδονα) αλλά και άλλες ομάδες φυτών. Πρόκειται για μία ταξιανθία δισκοειδούς μορφής, η οποία αποτελείται από έναν κοντό άξονα, που στην κορυφή του διαπλατύνεται σε πλατύ, σαρκώδη, κυρτό,… … Dictionary of Greek
βοτρυώδεος — βοτρυώδης masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek